ἀρνοῦ

ἀρνοῦ
ἀ̱ρνοῦ , ἀρνέομαι
deny
imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
ἀρνέομαι
deny
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ἀρνέομαι
deny
imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • συμβόσκομαι — ΜΑ (για ζώο) βόσκω μαζί με άλλο («συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνοῡ», Ιωάνν. Χρυσ.) μσν. (και ενεργ. τ. συμβόσκω) μτφ. ποιμαίνω μαζί με κάποιον άλλο («ὅπως τὸ Χριστοῡ ποίμνιον συμβόσκοιτε», Σωφρ. Ιερ.) …   Dictionary of Greek

  • Έμπολι — Ονομασία δύο πόλεων της Ιταλίας. 1. Πόλη (Empoli, 44.000 κάτ. το 2001) της κεντρικής Ιταλίας, στο διοικητικό διαμέρισμα της Τοσκάνης. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Άρνου και υπάγεται διοικητικά στην επαρχία της Φλωρεντίας. Η ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Πίζα — Πόλη της Ιταλίας, στην Τοσκάνη, χτισμένη στις όχθες του Άρνου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.448 τ. χλμ.). Κατά το Μεσαίωνα η Π. ήταν από τα σημαντικότερα ναυτικά κέντρα της Ιταλίας. Αξιόλογο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο σήμερα, διατηρεί …   Dictionary of Greek

  • Πίτι — (Pitti). Παλαιά επιφανής οικογένεια της Φλωρεντίας, αντίπαλος των Μεδίκων (12ος 16ος αι.). 1. Θωμάς. Τραπεζίτης. Ήταν φίλος και δανειστής του δούκα της Αθήνας Νέριου Ατζαγιόλι B΄, o οποίος εκπλήρωσε τελικά τις οφειλές του παραχωρώντας στον Θωμά… …   Dictionary of Greek

  • προσχώσεις ή αλλουβιοκές αποθέσεις — Η απόθεση χαλαρών (ασύνδετων) υλικών, όπως χάλικες, άμμος, άργιλος και οργανικά υπολείμματα, που προέρχονται από την αποσάρθρωση προϋπαρχόντων πετρωμάτων, και μεταφέρονται κυρίως από τα υδάτινα ρεύματα, αλλά και από τους ανέμους και τους… …   Dictionary of Greek

  • Στίλερ, Μόριτζ — (Stiller). Σουηδός σκηνοθέτης του κινηματογράφου και παραγωγός (Ελσίνκι 1883 Στοκχόλμη 1928). Εβραιοπολωνικής καταγωγής, ο Σ. ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ηθοποιός στη Φιλανδία και αργότερα στη Σουηδία για να μεταπηδήσει, το 1912, στον… …   Dictionary of Greek

  • Ταρχανιώτης — Επώνυμο Βυζαντινών. Η οικογένεια Τ. ανέδειξε πολλούς συγγραφείς. Οι σπουδαιότεροι είναι: 1. Βασίλειος. Έζησε τον 11o αι. Ήταν επικεφαλής της δεξιάς φάλαγγας του στρατού του Μιχαήλ του Στρατιωτικού, στη μάχη που έγινε στη Νίκαια (1057) με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”